ΟΠΕΡΑ ΣΤΟ ΜΕΓΑΡΟ
PIETRO MASCAGNI: CAVALLERIA RUSTICANA
ΟΜΜΘ
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Υλοποίηση σκηνοθεσίας:
Nicola Panzer
Βοηθός Μουσικής Διεύθυνσης:
Βλαδίμηρος Συμεωνίδης
Βοηθός Σκηνοθέτη: Αγγέλα Σαρόγλου
Μουσική Προετοιμασία:
Νίκος Ζαφρανάς
Χωρικοί
Αναστασία Αγαθού, Νίκος Αγραφιώτης, Θεόφιλος Αλεξόπουλος, Μαρία Βαϊράμη, Λάζαρος Βαρτάνης, Αλέκα Βαριτιμίδου, Ανδρέας Γιοβανόπουλος, Μαρία Θεοδοσίου, Λεόντιος Καρύδας, Κατερίνα Κούσκουρα, Σαλομέ Κουσουρουκλή, Βασίλης Λέμπερος, Άννα Μιχαηλίδου, Σύνθια Μπατσή, Θάνος Νίκας, Δανάη Παππά, Νατάσσα Παπαδογιάννη, Παναγιώτης Φαϊταζόγλου, Γιώργος Φουρκιώτης, Αναστάσιος Φωτιάδης
Παιδιά
Μέλη της Παιδικής Χορωδίας της Αγίας Τριάδος
Συντελεστές Παραγωγής:
Υπεύθυνος καλλιτ. προγραμματισμού - Οργάνωση παραγωγής: Ηλίας Τζεμπετονίδης
Υπεύθυνος παραγωγής: Παναγιώτης Κουντούρης
Υπεύθυνος ήχου - βίντεο: Τριαντάφυλλος Ζαχαριάδης
Υπεύθυνος φωτισμού: Τρύφων Κεχαγιάς
Stage Manager: Κάλλια Κεραμέως, Μαρίνα Ζάβαλη
Βοηθός παραγωγής: Μαρία Ροδοκαλάκη
Βοηθός ήχου: Γιώργος Μπουρνούτος
Βοηθός φωτισμού: Άγγελος Τενεκετζής
Οδηγοί σκηνής: Δημήτρης Γρηγοριάδης, Νεοκλής Παπαδόπουλος
Μηχανικός σκηνής: Απόστολος Αποστολίδης
Τεχνικοί σκηνής: Γιώργος Πατουλίδης, Ία Τσκομελίτζε
Τιμές εισιτηρίων:
75€, 60€, 45€, 30€, 12€ (μαθητικά – φοιτητικά)
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
Μπάλτσα: Μια Σαντούτσα για τη Θεσσαλονίκη
Του ΓΙΑΝΝΗ ΣΒΩΛΟΥ
Την Κυριακή, 2 Νοεμβρίου, παρακολουθήσαμε στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης την τελευταία σειρά τεσσάρων παραστάσεων της μονόπρακτης όπερας του Πιέτρο Μασκάνι "Καβαλερία Ρουστικάνα" ("Αγροτικός Ιπποτισμός") με πρωταγωνίστρια την Αγνή Μπάλτσα.
Ηταν μία παραγωγή μουσικά υψηλότατου επιπέδου και εικαστικά καλή, που πραγματοποιήθηκε με συμμετοχή Ελλήνων και ξένων μονωδών και στην οποία οι φιλόμουσοι της συμπρωτεύουσας ανταποκρίθηκαν ολόψυχα.
Η Αγνή Μπάλτσα ως Σαντούτσα στην παρουσίαση της όπερας του Μασκάνι "Καβαλερία Ρουστικάνα", στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης Σε μουσικό επίπεδο, η διανομή υπήρξε φωνητικά και σκηνικά ισορροπημένη. Αναβιώνοντας ένα ρόλο που έχει ερμηνεύσει επανειλημμένα, η Μπάλτσα απέδειξε για πολλοστή φορά ότι κρατά επάξια την υψηλή της θέση στο στερέωμα των οπερατικών αστέρων στην τρίτη δεκαετία της ένδοξης σταδιοδρομίας της. Γενναιόδωρη στη φωνητική της προσφορά, στηριζόμενη στην πείρα και στην τεχνική της, η κορυφαία Ελληνίδα μεσόφωνος πρόσφερε ένα τραγούδι γεμάτο μουσικότητα, δραματικά θυελλώδες, παραμένοντας συνειδητά σε απόσταση από τη δυσδιάκριτη γραμμή που χωρίζει το στιλιζαρισμένα τραχύ από το χυδαίο. Με δυο λόγια, η Σαντούτσα της πρόβαλε γήινη, πειστική, παλλόμενη από εσωτερική ένταση. Φωνητικά και σκηνικά άξιος συμπρωταγωνιστής στάθηκε απέναντί της ο Αμερικανός τενόρος Ράντολφ Λόκε στο ρόλο του άστατου Τουρίντου. Η μεσόφωνος Αλεξάνδρα Παπατζιάκου υπήρξε μια εύστοχη και συγκινητική Μάμα Λουτσία, ο βαρύτονος Δημήτρης Τηλιακός ενσάρκωσε έναν μουσικά βαρύνοντα, πειστικά άξεστο και βίαιο Αλφιο. Φωνητικά μέτρια και σκηνικά υπερτονισμένη ήταν η Λόλα της Ελένης Λιώνα. Αρτιες, υψηλού επαγγελματισμού ήσαν οι συμμετοχές της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης και της Χορωδίας Θεσσαλονίκης. Ο αρχιμουσικός Νίκος Αθηναίος, καλλιτεχνικός διευθυντής του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης, διηύθυνε το όλο με σωστή αντίληψη των δραματικών και μουσικών ισορροπιών της όπερας του βεριστή Μασκάνι. Τέλος, ως θέαμα, η παράσταση υπήρξε δίχως εκπλήξεις: κινήθηκε στην περιοχή του καλόγουστου, αξιοπρεπούς και ισορροπημένα συμβατικού.
ΥΓ: Ολοι γνωρίζουν, ότι, για ευνόητους λόγους, παντού ανά τον κόσμο, η "Καβαλερία" συμπαρουσιάζεται με κάποια άλλη μονόπρακτη όπερα, συγγενών συντεταγμένων (με τυπική, αλλά όχι μοναδική επιλογή τους "Παλιάτσους" του Λεονκαβάλο). Είναι κρίμα, λοιπόν, που στη Θεσσαλονίκη η όπερα δόθηκε αζευγάρωτη, αφήνοντας, μοιραία, μια αίσθηση ανολοκλήρωτης απόλαυσης.
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 12/11/2003
Επιβλητική η Μπάλτσα σε λειψή βραδιά όπερας Στη Θεσσαλονίκη
Kριτική του Νίκου Α. Δοντά
Μία από τις πιο αγαπητές όπερες, τον "Αγροτικό Ιπποτισμό" ("Cavalleria Rusticana") του Πιέτρο Μασκάνι κλήθηκε να ερμηνεύσει στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης η Αγνή Μπάλτσα. Παγκοσμίως, λόγω της σύντομης διάρκειάς του –μόλις εβδομήντα λεπτά- το μονόπρακτο έργο παρουσιάζεται μαζί με κάποια άλλη όπερα ανάλογης διάρκειας και αισθητικής. Oχι στη Θεσσαλονίκη, παρότι υπήρχαν λύσεις. Το ταίριασμα με την "Τερέζ" του Μασνέ (που βρίσκεται στο ρεπερτόριο της Μπάλτσα) ή με το "Κορίτσι απ’ την Ναβάρα" (που ο Μασνέ συνέθεσε υπό την έντονη επιρροή του "Αγροτικού Ιπποτισμού") θα διατηρούσαν τη διάσημη Eλληνίδα μεσόφωνο στο επίκεντρο της βραδιάς και, ταυτόχρονα, θα προσέφεραν στο κοινό εμπειρία πολύ πιο ουσιώδη, ποιοτικά και ποσοτικά.
Oπως ήταν αναμενόμενο, η παράσταση του ΜΜΘ, που παρακολούθησα στις 2 Νοεμβρίου, στήθηκε γύρω από τη διάσημη πρωταγωνίστρια. Η Αγνή Μπάλτσα παρέμεινε στην σκηνή καθ’ όλη τη διάρκεια της όπερας. Η επιβλητική παρουσία της δέσποζε και η εμπειρία της ήταν εμφανής στον τρόπο με τον οποίο ανταπεξήλθε τόσο στις φωνητικές όσο και στις υποκριτικές απαιτήσεις του ρόλου. Απείχε από τις συνήθεις φωνητικές ακρότητες, απέφυγε στερεότυπα, πόζες και μελοδραματισμούς. Eπλασε έναν ανθρώπινο χαρακτήρα, που χειρίστηκε τις καταστάσεις με κινητήρια δύναμη όχι την εκδίκηση αλλά τον πληγωμένο έρωτα.
Πλάι της, ο αμερικανός τενόρος Ράντολφ Λοκ ως προς την εμφάνιση παρέπεμπε περισσότερο σε καλοβολεμένο σύζυγο παρά σε πολυπόθητο εραστή, ενώ το τραγούδι του ήταν κυρίως στεντόρειο και ακατέργαστο. Σκηνικά και φωνητικά πειστικοί ήταν ο βαρύτονος Δημήτρης Τηλιακός και η Αλεξάνδρα Παπατζιάκου ενώ το ρόλο της "πέτρας του σκανδάλου" ερμήνευσε η Ελένη Λιώνα. Τη Χορωδία Θεσσαλονίκης, τα μέλη της παιδικής χορωδίας Αγ. Τριάδος και την Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης διηύθυνε ο Νίκος Αθηναίος παρακολουθώντας τις απαιτήσεις των μονωδών και δίνοντας θεατρικό ρυθμό στην παράσταση.
Σκηνοθετικές αστοχίες
Εκτός της Μπάλτσα, που, πιθανότατα, οδηγήθηκε από προηγούμενες ερμηνείες της, η σκηνοθεσία του Τζανκάρλο ντελ Μόνακο υπήρξε από συμβατική έως αψυχολόγητη: η τελική, ιδιωτική στιγμή αποχαιρετισμού, κατά την οποία ο γιός (Λοκ), ευρισκόμενος στην πλατεία, απευθυνόταν στην μάνα του (Παπατζιάκου), που βρισκόταν στο μπαλκόνι του σπιτιού (!), έμοιαζε τουλάχιστον παράλογη. Το μετωπικό σκηνικό (Μάικλ Σκοτ) υποβάθμισε το βασικό σύμβολο της όπερας, την εκκλησία, που σχετίζεται άμεσα με τον ιδεολογικό πυρήνα του έργου (αμαρτία, αφορισμός κλπ). Τα κοστούμια, όλα μαύρα, γεννούσαν ερωτήματα, καθώς η όπερα διαδραματίζεται πρωινό Κυριακής του Πάσχα. Ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες –όπως το "κρυφοκοίταγμα" μιας γειτόνισσας απ’ το παράθυρο- έμειναν ανεκμετάλλευτες.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ - Kυριακή, 30 Nοεμβρίου 2003
Η δημιουργία οπερατικής παράδοσης.
Σημαντική η παρουσία της Αγνής Μπάλτσα στην νέα παραγωγή του Μεγάρου.
Κριτική του ΑΝΤΩΝΗ Ι. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ.
"…Βρίσκω καταπληκτικό ότι ύστερα από τόσα χρόνια οι άνθρωποι εξακολουθούν να θέλουν να έρθουν για να με δουν, για να με ακούσουν. Ίσως αυτό να συμβαίνει επειδή πάντοτε σεβάστηκα το κοινό, σεβάστηκα τον εαυτό μου. Είναι μεγάλη ευθύνη, μεγάλος φόβος, αλλά μου δίνει και μεγάλη δύναμη. Η επαφή με το κοινό είναι μια ερωτική ιστορία. Δεν τραγουδώ για πενήντα ανθρώπους που ξέρουν την παρτιτούρα. Θέλω να συγκινήσω τον ακροατή, να τον μαγέψω…". Με αυτόν τον ιδιαίτερα εξομολογητικό και αποκαλυπτικό τρόπο εξηγεί η μεγαλύτερη, όπως έχει χαρακτηριστεί, μέτζο της εποχής μας, σε πρόσφατη συνέντευξή της, τις προθέσεις τις σκέψεις και τα συναισθήματά της, προσφέροντας εμμέσως, μία παράλληλη, ικανοποιητική εξήγηση για το παραλήρημα "Μπάλτσα", στους ρυθμούς του οποίου ζει τον τελευταίο καιρό η Θεσσαλονίκη.
Μετά την "Παραστρατημένη", την "Κάρμεν", το "Ριγκολέτο" και την "κυρία Πεταλούδα", η πέμπτη οπερατική παραγωγή του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης, τείνει να επιβεβαιώσει με τον πιο θετικό τρόπο, το καθεστώς μίας παράδοσης επιμελημένων παραστάσεων, που συμβάλουν έκδηλα και θετικά στην επαφή του κόσμου με το απαιτητικότερο ίσως είδος της μουσικής δημιουργίας.
Η "Καβαλερία Ρουστικάνα" του Πιέτρο Μασκάνι, αποτελεί ένα τυπικό δείγμα όπερας που απηχεί το ρεύμα του ιταλικού βερισμού. Μας μεταφέρει στο επαρχιώτικο και θρησκόληπτο περιβάλλον της καθολικής Σικελίας του 19ου αιώνα, ανήμερα της γιορτής του Πάσχα, όπου και εξελίσσεται ένα ερωτικό δράμα, χαρακτηριστικό των ηθών και του κώδικα συμπεριφοράς της εποχής.
Αγνή Μπάλτσα
Η Αγνή Μπάλτσα δεν είναι απλά μία μεγάλη καλλιτέχνιδα και ασφαλώς μικρή μόνο έχει σχέση με την νέα κοπέλα που στο άκουσμα της τέχνης της, υποκλίθηκε ο Κάραγιαν και μαζί το μουσικό στερέωμα. Συνεχίζει βέβαια να καταπλήττει κοινό και κριτικούς με τις φωνητικές της ικανότητες οι οποίες πολλαπλά και από πολλούς έχουν τονιστεί. Η εμπειρία που κομίζει είναι μαζί με την ωριμότητα των προθέσεών της και το δραματουργικό της ταμπεραμέντο, ένα εκρηκτικό μείγμα, γενεσιουργό υψηλής τέχνης που δεν μπορεί να αφήσει κανέναν φιλότεχνο αδιάφορο.
"…Θα πρέπει να έχει κανείς το θάρρος να τραγουδήσει ακόμα και μια άσχημη νότα, προκειμένου να πει στον ακροατή αυτό που πρέπει, να μεταδώσει το σωστό συναίσθημα. Θέλω οι άνθρωποι που θα έρθουν στην παράσταση να ξεχάσουν τα πάντα όσο βρίσκονται εκεί… Θέλω λοιπόν να συγκινήσω, να μαγέψω…".
Αυτή την ακουστική και οπτική γοητεία ζήσαμε κατά την ακρόαση της μεγάλης αοιδού. Παρά τη σύντομη χρονική διάρκεια του μονόπρακτου έργου, που συνήθως συνδυάζεται με τους "Παλιάτσους" του Λεονκαβάλο, η παρουσία της κυρίας Μπάλτσα στο ρόλο της Σαντούτσα υπήρξε καταλυτική αναδεικνύοντας παράλληλα μία σημαντική ερμηνεία για το έργο.
Από τους συμπρωταγωνιστές ξεχωρίσαμε ιδιαίτερα το Δημήτρη Τηλιακό στο ρόλο του Άλφιο. Στο ρόλο του απατημένου συζύγου, ο βαρύτονος ξεδίπλωσε το ιδιαίτερο φωνητικό ταλέντο του με υποκριτική άνεση τονίζοντας τη σκηνική του παρουσία με τις καλύτερες αποχρώσεις.
Πρέπει επίσης να σημειώσουμε από τους κύριους συντελεστές, τον τενόρο Randolph Locke στο ρόλο του Τουρίντου, ο οποίος παρέμεινε σε μία σπιρτόζικη και γεμάτη ενέργεια σκηνική παρουσία, χωρίς όμως να εντυπωσιάζει, και την χαρακτηριστικά αντιθετική υφολογικά σε σχέση με την πρωταγωνίστρια, Mama Lucia-Αλεξάνδρα Παπατζιάκου. Αισθητή υπήρξε, παρά το μικρό μέγεθος του ρόλου της, η πάντα καλή Βικτώρια Μαϊφάτοβα.
Πέρα από την πολύ πετυχημένη σκηνογραφική επιμέλεια, η σκηνοθεσία του Gian Carlo del Monaco κινήθηκε σε συντηρητικά πλαίσια τονίζοντας στατικά τη δράση στο στενό και περιορισμένο οπτικά περιβάλλοντα χώρο.
Ιδιαίτερη αναφορά αξίζει δικαιωματικά στην παρουσία της Κρατικής Ορχήστρας που υπό την καθοδήγηση του Νίκου Αθηναίου, ανταποκρίνεται πλήρως και με επιτυχία στις προσαρμοσμένες απαιτήσεις μιας οπερατικής παράστασης, τονίζοντας την ευελιξία και παράλληλα την ικανότητα των συντελεστών της.
Η μεγάλη έκπληξη της βραδιάς απαντήθηκε στα πρόσωπα του χορού, όπου τα μέλη της Χορωδίας Θεσσαλονίκης, υπό τις διδασκαλίες της Μαίρης Κωνσταντινίδου, χρωμάτισαν το περιεχόμενο του έργου με πινελιές ερμηνευτικής ποιότητας. Η σκηνική παρουσία του ερασιτέχνη χορού, διακρίθηκε για τη ξεχωριστή και ουσιώδη μουσική του συνεισφορά που εντύπωσε με επαγγελματισμό και εμπειρία, ζωντανές μελωδικές εικόνες στους ακροατές.
Σημείωση: Τα αποσπάσματα είναι από συνέντευξη της κ. Μπάλτσα που δόθηκε στο μουσικοκριτικό κ. Νίκο Δοντά.
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, 3 Νοεμβρίου 2003.