Karel Mark Chichon
Διεύθυνση Ορχήστρας
Ο Karel Mark Chichon OBE (ΑΒΑ – Αξιωματικός του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας) είναι ο κύριος Διευθυντής Ορχήστρας και Καλλιτεχνικός Διευθυντής της Φιλαρμονικής Ορχήστρας Γκραν Κανάρια, θέση που διατηρεί από τη σεζόν 2017/2018. Έχει εμφανιστεί ως προσκεκλημένος διευθυντής ορχήστρας σε πολυάριθμους χώρους συναυλιών και όπερες ανά την Ευρώπη, ενώ στο παρελθόν διετέλεσε κύριος Διευθυντής Ορχήστρας της Φιλαρμονικής της Γερμανικής Ραδιοφωνίας του Σααρμπρύκεν (2011-2017), κύριος Διευθυντής Ορχήστρας και Καλλιτεχνικός Διευθυντής της Εθνικής Συμφωνικής Ορχήστρας της Λετονίας (2009-2012), καθώς και κύριος Διευθυντής Ορχήστρας της Συμφωνικής Ορχήστρας του Γκρατς (2006-2009). Ανήκει στο τακτικό καλλιτεχνικό δυναμικό της δισκογραφικής εταιρείας Deutsche Grammophon, έχοντας πραγματοποιήσει πολυάριθμες ηχογραφήσεις CD και DVD που κυκλοφόρησαν από αυτήν.
Στο νησί Γκραν Κανάρια, όπου το συμβόλαιό του ανανεώθηκε μέχρι το 2025, έχει λάβει την αναγνώριση κριτικών και κοινού για τον τρόπο με τον οποίο μεταμόρφωσε την ορχήστρα, πραγματοποιώντας επιτυχημένες ηχογραφήσεις και προσελκύοντας κορυφαίους διευθυντές ορχήστρας και σολίστ παγκόσμιου βεληνεκούς. Κατά τη διάρκεια της θητείας του ως κύριος Διευθυντής Ορχήστρας της Φιλαρμονικής της Γερμανικής Ραδιοφωνίας του Σααρμπρύκεν-Κάιζερλαουτερν, απέσπασε επαίνους για τη διεισδυτική εκτέλεση ενός ευρέος ρεπερτορίου και την επαναστατική μουσική που δημιούργησε. Ακόμη, ομόφωνα διθυραμβικές ήταν οι κριτικές που αφορούσαν στην ηχογράφηση του κύκλου ορχηστρικών έργων του Dvořák από τη δισκογραφική εταιρεία Hänssler Classic, με τους κριτικούς να σχολιάζουν: “Ο Chichon σημειώνει μεγάλη νίκη έναντι των διακεκριμένων αντιπάλων του” και να εκθειάζουν την πρώτη κυκλοφορία ως “η αρτιότερη έκδοση που υπάρχει”. Ο δίσκος του με μουσική των Prokofiev, Stravinsky και de Falla ήταν η αφορμή να χαρακτηριστεί από το περιοδικό Fanfare Magazine ως “επιβλητικός, καθηλωτικός, απόλυτα μοναδικός, με τη Φιλαρμονική της Γερμανικής Ραδιοφωνίας να παίζει μουσική σαν μαγεμένη”.
Ο Chichon έχει διευθύνει, μεταξύ άλλων, τη Βασιλική Ορχήστρα Concertgebouw, τη Συμφωνική Ορχήστρα του Λονδίνου, τη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Ραδιοφωνίας της Ολλανδίας, τη Συμφωνική Ορχήστρα του Ραδιοφώνου του Βερολίνου, τη Συμφωνική της Βιέννης, τη Συμφωνική Ορχήστρα ΝΗΚ του Τόκιο, την Ορχήστρα της Ρωμανικής Ελβετίας, την Εθνική Ορχήστρα του Βελγίου και την Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα της RAI. Στους χώρους όπου έχει εμφανιστεί συγκαταλέγονται η Φιλαρμονική του Βερολίνου, το Musikverein της Βιέννης, το Μέγαρο Μουσικής της Βιέννης, το Concertgebouw στο Άμστερνταμ, το Royal Festival Hall στο Λονδίνο, το Théâtre des Champs-Élysées στο Παρίσι, η Φιλαρμονική του Μονάχου, το Laeiszhalle στο Αμβούργο, το Alter Oper στη Φρανκφούρτη, η Μεγάλη Αίθουσα του Ωδείου της Μόσχας, το Auditorio Nacional de Musica στη Μαδρίτη και το Κέντρο Τεχνών της Σεούλ στη Νότια Κορέα.
Το 2016, ο Chichon έκανε το ντεμπούτο του στη Metropolitan Opera της Νέας Υόρκης, διευθύνοντας την όπερα Madama Butterfly, εμφάνιση η οποία προβλήθηκε σε ζωντανή μετάδοση σε 2.000 κινηματογράφους σε 66 χώρες παγκοσμίως. Αργότερα, επέστρεψε στη Metropolitan Opera για να διευθύνει την όπερα La Traviata. Ο Chichon έχει επίσης διευθύνει ορχήστρες στην Κρατική Όπερα της Βιέννης, στην Deutsche Oper του Βερολίνου, στην Κρατική Όπερα της Βαυαρίας στο Μόναχο, στο Teatro dell'Opera di Roma, στο Teatro Real στη Μαδρίτη και στο Gran Teatre del Liceu στη Βαρκελώνη .
Ο Chichon γεννήθηκε στο Λονδίνο και έχει καταγωγή από το Γιβραλτάρ. Πραγματοποίησε τις σπουδές του στο εκκλησιαστικό όργανο στη Βασιλική Ακαδημία Μουσικής του Λονδίνου και στη διεύθυνση ορχήστρας στο Hochschule für Musik της Βιέννης. Το 2016, ο Chichon εξελέγη μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας Μουσικής, σε αναγνώριση των επιτευγμάτων του στον χώρο της μουσικής.