Αφού συμμετείχαν σε πολλά μουσικά σχήματα και έκαναν πειράματα και σπουδές, οι Gábor Egervári (φλάουτο), Csaba Vedres (πιάνο) και ο ταλαντούχος νεαρός τσελίστας, Péter Pejtsik, δημιούργησαν το φθινόπωρο του 1986 ένα τρίο στο οποίο έδωσαν το όνομα “After Crying”. Το γεγονός ότι το σύνολο έπαιζε καθαρά ακουστική μουσική, οφειλόταν σε ένα πρακτικό λόγο, την απουσία κατάλληλου ηλεκτρικού εξοπλισμού.
Το γκρουπ έχει πραγματοποιήσει πλήθος εμφανίσεων στη χώρα του, την Ουγγαρία, και έχει φτάσει έως την Πορτογαλία, την Αγγλία και την Ιερουσαλήμ, προσφέροντας πάντα στο κοινό μια ιδιαίτερη, γιορτινή ατμόσφαιρα.
Ο Tamás Görgényi (ο οποίος είχε λειτουργήσει σαν καλλιτεχνικός υπεύθυνος στο παρελθόν) έγινε μέλος των “After Crying” μόλις χρειάστηκε να γράψουν στίχους για τις μελωδίες του Csaba Vedres και να διαμορφώσουν ιδέες και σκέψεις. Ο Kristóf Fogolyán (φλάουτο) και ο Zsolt Maroevich (βιόλα) έγιναν επίσης μέλη του σχήματος, που απέσπασε το πρώτο του συμβόλαιο για το άλμπουμ OvergroundMusic, το 1990. Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής οι “After Crying” έδωσαν επίσης μια σειρά συναυλιών συμμετέχοντας σε φεστιβάλ, συνδυάζοντας ενίοτε αναγνώσεις λογοτεχνίας και εκθέσεις, δημοσιεύοντας τα δικά τους βιβλιαράκια ποίησης και άλλο υλικό που παρουσίαζε την ιδεολογία των μελών τους. Πέρα από τις ενορχηστρώσεις μουσικής δωματίου, η ροκ παραμένει μια από τις σημαντικές πηγές τους, την οποία προσπαθούν να παρουσιάσουν στο κοινό κάθε φορά που αυτό είναι εφικτό. Ο Ferenc Torma εμφανίστηκε όταν χρειάστηκε κιθαρίστας. Στην πρώτη του παρουσίαση έπαιξε το ρόλο του Robert Fripp όταν, το 1991, οι “After Crying” παρουσίασαν για πρώτη φορά το άλμπουμ των “King Crimson”, Islands, στην Ουγγαρία. Η συναυλία στέφθηκε από ιδιαίτερα μεγάλη επιτυχία.
Το δεύτερο άλμπουμ τους, με τίτλο Megalázottak és Megszomorítottak (1992), παρουσίασε τη νέα συνθετική δουλειά τους και ένα νέο ήχο. Οι Fogolyán και Maroevich αποχώρησαν, εμφανίστηκε όμως ένα νέο μέλος, ο Balázs Winkler, που την εποχή εκείνη σπούδαζε τρομπέτα στη “Ferenc Liszt” Academy of Music της Βουδαπέστης και είχε ήδη (από το 1990) συμμετάσχει σε διάφορα projects του συγκροτήματος. Έτσι, καθώς δούλευαν για το δεύτερο άλμπουμ τους, οι “After Crying” προσκάλεσαν τον πρώτο τους ντράμερ, το László Gacs. Ο Gábor Egervári ανέλαβε καθήκοντα μηχανικού ήχου και ο μείκτης ήχου άρχισε να μεταβάλλεται σε μουσικό όργανο...
Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής πραγματοποίησαν συχνά εμφανίσεις στη θεατρική σκηνή του Πανεπιστημίου της Βουδαπέστης. Ο Gergely Böszörményi, ιδιοκτήτης καταστήματος δίσκων, ήταν επίσης παρών σε μια από τις συναυλίες αυτές κι ερωτεύτηκε αμέσως τη μουσική τους. Λίγο αργότερα κυκλοφόρησε το Overground Music σε CD και κασέτα. Έτσι ξεκίνησε μια μακρόχρονη συνεργασία και γεννήθηκε η δισκογραφική εταιρεία 'Periferic Records'.
Συγχρόνως ήρθε το επόμενο σημαντικό βήμα τους, όταν έπαιξαν το πρώτο άλμπουμ των “King Crimson” στη Βουδαπέστη για περισσότερους από 3.500 θεατές. Επρόκειτο, βέβαια, για τεράστια επιτυχία. Το κοινό άρχισε να συνηθίζει στις γρήγορες, “τύπου χαμαιλέοντα”, αλλαγές του γκρουπ, που από τρίο έγινε στη συνέχεια 15μελής ακουστική ορχήστρα μουσικής δωματίου που ενίοτε συνοδεύεται από κιθάρες και ντραμς, ενώ μερικές φορές όλα αυτά συμβαίνουν κατά τη διάρκεια της ίδιας συναυλίας. Στο μεταξύ ο Egervári άρχισε και πάλι να παίζει φλάουτο -πίσω από τα μηχανήματα μίξης ήχου αυτή τη φορά- προσθέτοντας ακόμη πιο ιδιαίτερη ατμόσφαιρα στις συναυλίες.
Πέραν των επιτυχιών όμως, η απουσία οικονομικής στήριξης και σωστής διαφήμισης και οργάνωσης των συναυλιών συνεχιζόταν δημιουργώντας μόνιμες εντάσεις. Αναπτύχθηκαν προσωπικές κι επαγγελματικές τριβές, με αποτέλεσμα ένα από τα ιδρυτικά μέλη, ο Csaba Vedres, να ανακοινώσει ότι εγκατέλειπε το συγκρότημα. Αποχαιρέτησε το σχήμα με ένα τελευταίο άλμπουμ: έτσι δημιουργήθηκε το FöldÉs Ég (1994). Τότε όλοι έμοιαζαν πεπεισμένοι ότι με αυτήν την αποχώρηση οι “After Crying” είχαν τελειώσει. Συνέβη όμως ακριβώς αυτό στο οποίο αναφέρεται το όνομά τους: μετά από μια επίπονη και βαθιά κρίση, στάθηκαν και πάλι στα πόδια τους και ανέβηκαν ψηλότερα από ποτέ.
Αφού ξεπεράστηκαν οι δυσκολίες, εμφανίστηκε η δυνατότητα δημιουργίας ενός νέου άλμπουμ. Η ιδέα προήλθε από τον Görgényi, που ενσωματωνόταν όλο και περισσότερο στην ουσιαστική δουλειά του σχήματος, ο οποίος επέλεξε να διασκευάσει έργα των 3 νέων συνθετών (Pejtsik, Winkler και Torma). Το 1996 κυκλοφόρησε το νέο τους άλμπουμ, De Profundis (επιλέχθηκε το Νοέμβριο του 1997 ως “CD του Μήνα” από το ιταλικό μουσικό περιοδικό 'Cranium Music'), που αποτελούσε τη συνέχεια της παράδοσης των “After Crying” αλλά με τελείως νέους ήχους, όργανα και προσεγγίσεις, τόσο από μουσικής όσο και από στιχουργικής πλευράς. Τα προοδευτικά μίντια του εξωτερικού πρόσεξαν νωρίς τόσο τις νέες όσο και τις παλαιότερες δουλειές του γκρουπ -χάρη στο νέο εκδότη και διανομέα- και τα άλμπουμ των “After Crying” άρχισαν το ταξίδι της κατάκτησης του κόσμου. Στο μεταξύ, στη χώρα τους, έζησαν τη μεγαλύτερη έως τότε επιτυχία, στο πρώτο progressive φεστιβάλ της Ουγγαρίας, μεταξύ εξαιρετικών ερμηνευτών όπως ο Peter Hammill (πρώην μέλος των “Van der Graaf Generator”) και οι “Ritual”.
Στα τέλη του 1997, στα δέκατα γενέθλια των “After Crying”, κυκλοφόρησε το νέο τους άλμπουμ με τίτλο 6, φέρνοντας στο συγκρότημα μεγάλη επιτυχία κι ακόμη μεγαλύτερη διεθνή αναγνώριση. Το άλμπουμ ηχογραφήθηκε σε διάστημα δύο ετών περιλαμβάνοντας νέα και παλαιότερα κομμάτια, παλαιότερες αδημοσίευτες ηχογραφήσεις και μια ειδική ζωντανή ηχογράφηση της Ουγγρικής Ραδιοφωνίας του 1991, υλικό συνολικής διάρκειας περισσότερης των 200 λεπτών. Σημαντικό γεγονός της χρονιάς εκείνης ήταν επίσης μια αξέχαστη συναυλία που δόθηκε τον Αύγουστο στο “West Gate Festival” της Βουδαπέστης, όπου στους “After Crying” προστέθηκε ο John Wetton (μέλος των “King Crimson”, “Asia”, “Uriah Heep” κ.α.) για να ερμηνεύσουν την αθάνατη σύνθεση των “King Crimson”, Starless.
Το πενταμελές συγκρότημα χρειαζόταν οπωσδήποτε ένα νέο ντράμερ και έναν ακόμη μουσικό στα πλήκτρα για την επόμενη δουλειά του. Ο Zsolt Mádai, ένας νεαρός τζαζ ντράμερ της “Ferenc Liszt” Academy of Music, ήταν ένθερμος θαυμαστής του γκρουπ. Ο Zoltán Lengyel είχε ήδη συμμετάσχει σε ορισμένες ηχογραφήσεις παίζοντας πιάνο για το άλμπουμ 6 και, καθώς γνώριζε από συνθεσάιζερ, έγινε μέλος του συγκροτήματος. Λίγο αργότερα οι “After Crying” ήταν το πρώτο όνομα στο Φεστιβάλ “ProgLive” στη Γαλλία (Αύγουστος 1998) και, στη συνέχεια, στο “Baja Prog” στο Μεξικό (Μάρτιος 1999). Ένας νέος τραγουδιστής έγινε επίσης μέλος, ο Gábor Légrádi, ο οποίος κατείχε τέλεια την αγγλική και την ισπανική γλώσσα.
Το γκρουπ είχε τεράστιες επιτυχίες όπου κι αν εμφανίστηκε. Το περιοδικό 'Highlands' ανακήρυξε τους “After Crying” “Το Καλύτερο Συγκρότημα του 1998”. Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε ένα άλμπουμ τους με τίτλο Almost Pure Instrumental, προς μεγάλη ικανοποίηση των θαυμαστών τους και της εταιρείας. Το 1999 και το 2000 συνέχισαν την περιοδεία, τόσο στο εξωτερικό όσο και στην Ουγγαρία με μεγάλη επιτυχία και ανακηρύχθηκαν “Καλύτερο Progressive Συγκρότημα της Δεκαετίας του '90” στο διαγωνισμό του ισπανικού περιοδικού 'ProgVisions', ενώ το De Profundis επιλέχθηκε ως το “Καλύτερο Άλμπουμ Ηχογραφημένο σε Στούντιο”.
Το διπλό άλμπουμ ζωντανής ηχογράφησης Struggle for Life (2000) περιλαμβάνει αποσπάσματα αυτής της περιοδείας (σχεδόν 130 λεπτά νέου υλικού) καθώς και το Starless των “King Crimson” από τον John Wetton. Η δισκογραφική αποφάσισε να κυκλοφορήσει ένα άλμπουμ της συναυλίας με 2 πρόσθετα κομμάτια που εμφανίζονται μόνο σε μορφή mp3 στο πολυμεσικό περιεχόμενο του προηγούμενου άλμπουμ. Αυτό είναι το Struggle for Life – Essential. Το 2000 οι “After Crying” ήταν το πρώτο όνομα στο Φεστιβάλ “Baja Prog” στο Μεξικό και αυτή τη φορά έδωσαν επίσης δύο συναυλίες στο Καράκας, μία ανεξάρτητη και μία με τη συνοδεία μελών της τοπικής συμφωνικής ορχήστρας, με κλασικές συνθέσεις να προστίθενται στα δικά τους έργα. Στη συνέχεια πραγματοποίησαν περιοδεία σε Η.Π.Α., Γαλλία, Βέλγιο, Ολλανδία, Φινλανδία και Πολωνία. Από τις σημαντικότερες στιγμές του 2000 και ορόσημο στην καριέρα τους ήταν μια συμφωνική συναυλία στην αίθουσα συναυλιών της “Ferenc Liszt” Academy of Music της Βουδαπέστης, γεγονός που άνοιξε το δρόμο για τις πολλές μελλοντικές και ιδιαίτερα επιτυχημένες συμφωνικές τους εμφανίσεις. Η συναυλία είχε τέτοια απήχηση που, παρόλο που η ηχογράφηση δεν είχε εξαιρετική ηχητική ποιότητα, το συγκρότημα αποφάσισε να την κυκλοφορήσει επιλέγοντας υλικό διάρκειας 90 περίπου λεπτών.
Το άλμπουμ αυτό, με τίτλο Bootleg Symphony, κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 2001. Λίγο αργότερα οι “After Crying” έλαβαν πρόσκληση να συμμετάσχουν στο σημαντικότερο Φεστιβάλ progressive rock μουσικής, το ‘NEARfest’, στην πόλη Bethlehem της Πενσυλβανίας. Όλα τα εισιτήρια πουλήθηκαν μήνες πριν από το Φεστιβάλ, πάνω από χίλιοι ενθουσιώδεις θαυμαστές περίμεναν να τους ακούσουν, ενώ ο Tony Levin (πρώην μέλος των “King Crimson”) έπαιξε πριν απ’ αυτούς με το “California Guitar Trio” του. Οι εκδηλώσεις συνεχίστηκαν στην πόλη του Μεξικού, αλλά και αργότερα στην Ουγγαρία (σε Győr, Békéscsaba και Βουδαπέστη) καθώς και στη Royan της Γαλλίας. Η τριετής σειρά σημαντικών επιτυχιών του συγκροτήματος κατέληξε στον εορτασμό των 15 χρόνων του με τρεις συμφωνικές συναυλίες στη Βουδαπέστη, με όλα τα εισιτήρια να έχουν προπωληθεί κι εξαντληθεί.
Το νέο άλμπουμ, Show (2003), έγινε δεκτό με ενθουσιασμό από τους Ούγγρους αλλά και τους ξένους θαυμαστές του γκρουπ: ένα δυνατό μήνυμα με ολοκαίνουρια μουσική. Οι “After Crying” έδειξαν μια νέα πλευρά τους, ενώ παραμένουν πάντα οι ίδιοι.
Το 2004 έλαβαν το Βραβείο ‘eMeRTon’ της Ουγγρικής Ραδιοφωνίας για το “Συγκρότημα της Χρονιάς 2004”. Το 2007 κυκλοφόρησε το DVD Live με τη συναυλία που έδωσαν στις 23 Δεκεμβρίου 2004 στο Petőfi Hall της Βουδαπέστης.
Στα χρόνια που ακολούθησαν το συγκρότημα γνώρισε κι άλλες αλλαγές μελών. Ο Zoltán “BZ” Bátky έγινε πλέον ο νέος τραγουδιστής του (είχε ήδη τραγουδήσει στο άλμπουμ Show του 2003) παίρνοντας τη θέση του Gábor Légrádi, φέρνοντας στη σκηνή ένα τελείως καινούριο στυλ ερμηνείας των τραγουδιών. Ο Tamás Görgényi έφυγε, ενώ, το 2011, ο Erős Csaba αντικατέστησε το Zoltán Lengyel στο συνθεσάιζερ. Πολύ πρόσφατα ο Ferenc Torma αποφάσισε επίσης να αποχωρήσει μετά από 20 χρόνια συνεργασίας. Ο νέος ταλαντούχος κιθαρίστας είναι ο András Ádám Horváth.
Τα 20ά και 25α γενέθλια των “After Crying” γιορτάστηκαν με συμφωνικές συναυλίες στο “Παλάτι των Τεχνών”, στη Βουδαπέστη, με τη συμμετοχή της Danubia Symphony Orchestra.Η τελευταία αυτή εμφάνιση αποτελεί αντικείμενο ενός DVD που ετοιμάζεται και θα κυκλοφορήσει το Σεπτέμβριο του 2012. Το τελευταίο τους άλμπουμ με τίτλο Creatura (2011) κυκλοφόρησε για τα 25α γενέθλια του συγκροτήματος. Πολλά progressive φόρουμ, ουγγρικά και διεθνή, έπλεξαν το εγκώμιο αυτής της δουλειάς λέγοντας πως είναι το καλύτερο άλμπουμ που ηχογράφησε ποτέ το γκρουπ.
Αναμφίβολα, 25 χρόνια είναι πολλά και το συγκρότημα που ξεκίνησε ως ακουστικό τρίο έχει γίνει πια από τις ηγετικές μορφές της διεθνούς μουσικής σκηνής ως συμφωνικό, progressive rock γκρουπ, παρόλο που τα μέλη του προτιμούν να αυτοπροσδιορίζονται ως ένα “δημιουργικό εργαστήρι που δημιουργεί σύγχρονη κλασική μουσική”.
Η δισκογραφία των “After Crying” περιλαμβάνει τα άλμπουμ:
Overground Music (1990)
Megalázottak és Megszomorítottak (1992)
Föld És Ég (1994)
De Profundis (1996)
Első évtized (διπλό άλμπουμ, 1996)
6 (1997)
Almost Pure Instrumental (1998)
Struggle for Life (διπλό άλμπουμ από ζωντανή ηχογράφηση, 2000)
Struggle for Life - Essential (single version, 2000)
Bootleg Symphony (2001)
Show (2003)
Live (DVD, 2007)
Opus 1 (2009, επανέκδοση σε CD, κασέτας του 1989)
1989 (2009,επανέκδοση σε CD, κασέτας του 1989)
Creatura (2011)