Μίκης Θεοδωράκης
Σύνθεση
Ο Μίκης (Μιχαήλ) Θεοδωράκης γεννιέται στη Χίο το 1925, με καταγωγή από χωριό του νομού Χανίων τής Κρήτης. Στα πρώτα 18 χρόνια της ζωής του βιώνει αρκετά έντονα τις αλλεπάλληλες μεταθέσεις της οικογένειας Θεοδωράκη, λόγω των επαγγελματικών υποχρεώσεων του πατέρα, σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας. Η συνεχής ανάγκη για προσαρμογή στο εκάστοτε επαρχιακό ανθρώπινο περιβάλλον αποτέλεσε ένα σημείο αιχμής στην προσωπικότητα του νεαρού συνθέτη, στοιχείο το οποίο συνέβαλλε αποφασιστικά στο ν΄ αναζητήσει την έκφραση και την επικοινωνία στους κόλπους τής μουσικής. Στο Αργοστόλι της Κεφαλλονιάς γνωρίζει για πρώτη φορά τα μυστικά της μουσικής τέχνης ενώ το 1937 στην Πάτρα, και αργότερα στον Πύργο, θα διασχίσει με γέφυρα ένα βιολί τη λίμνη των πρώτων μουσικών σχεδίων. Οι συστηματικές μουσικές σπουδές αρχίζουν με μαθήματα πιάνου στο Ωδείο τής Τρίπολης και είναι σ΄αυτήν την πόλη που θα παρουσιάσει για πρώτη φορά σε κοινό ένα έργο του, το 1943. Είναι η εποχή, μέσα στην Κατοχή, που οργανώνεται στο ΕΑΜ, και αρχίζει η ιδεολογική και αγωνιστική του αναζήτηση. Όταν εγκαθίσταται στην Αθήνα το 1943 οι σπουδές του συνεχίζονται στο Ωδείο Αθηνών, με δάσκαλο το Φιλοκτήτη Οικονομίδη. Αυτήν την περίοδο γράφει πληθώρα τραγουδιών για φωνή και πιάνο, χορωδιακών εκκλησιαστικών έργων όπως και συνθέσεων μουσικής δωματίου. Είναι αυτήν την εποχή που δημιουργεί και το πρώτο του συμφωνικό έργο το Πανηγύρι της Αση-Γωνιάς, έργο γραμμένο το 1946, πρώτα για ορχήστρα εγχόρδων και ένα χρόνο αργότερα για μεγάλη ορχήστρα, το οποίο ακούστηκε για πρώτη φορά στις 5 Μαίου τού 1950 στον ‘‘Ορφέα’’, σε συναυλία με την κρατική ορχήστρα και διευθυντή το δάσκαλό του Φιλοκτήτη Οικονομίδη. Στο μεταξύ ο συνθέτης έχει γνωρίσει τα προηγούμενα χρόνια την εμπειρία της εξορίας. Πρώτα στην Ικαρία (το 1947, και για δεύτερη φορά το 1948-1949) και στη συνέχεια στην Μακρόνησο. Περίοδοι που δημιουργικά απέδωσαν κατ΄ εξοχήν συμφωνικά έργα: τα Θέματα και κύκλοι, Συμφωνία σε τρία μέρη και το Ελεγείο και θρήνος για το Βασίλη Ζάννο. Η μουσική του πορεία συνεχίζεται και εντείνεται όταν το 1954 φεύγει για το Παρίσι για να συνεχίσει τις σπουδές του στην κλασική μουσική. Μουσικό απόσταγμα αυτής της εποχής είναι σίγουρα η Πρώτη Συμφωνία, η οποία άρχισε να γράφεται στην Μακρόνησο το 1948 αλλά ολοκληρώθηκε τέσσερα χρόνια αργότερα με εμφανείς τις επιρροές από τον Μπάρτοκ, τον Στραβίνσκι αλλά και τον Σοστακόβιτς. Λόγω του ότι πολλά τμήματα του έργου χάθηκαν στις περιπέτειες του συνθέτη στην Μακρόνησο, το έργο εκτελείτο αρχικά αποσπασματικά. Όμως το έργο ξαναγράφτηκε από την αρχή και πρωτοεκτελέστηκε ολοκληρωμένο το 1955 από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών με διευθυντή τον ίδιο. Η Ελληνική αποκριά και η πρώτη σουίτα για πιάνο και ορχήστρα γράφονται περίπου την ίδια εποχή ενώ το 1958 το μπαλέτο του Αντιγόνη ανεβαίνει το από τη Βασιλική Όπερα τού Λονδίνου. Ένα χρόνο αργότερα ο συνθέτης κερδίζει το αμερικάνικο βραβείο Κόπλει για τον καλύτερο Ευρωπαίο συνθέτη τής χρονιάς (1959), ενώ έχει προηγηθεί (1957) το πρώτο βραβείο του Μουσικού Φεστιβάλ Νέκι της Μόσχας. Τον Ιούνιο τού 1960, μαζί με τους Αργ. Κουνάδη, Γ. Ξενάκη, Γ. Παπαιωάννου, Δ. Χωραφά και Φ. Ανωγειανάκη μελετούν και δημοσιεύουν ένα ‘‘σχέδιο προγράμματος για την αναδιοργάνωση της ελληνικής μουσικής’’ με αναφορές στην μουσική παιδεία, στη δημιουργία συμφωνικών ορχηστρών, όπερας, μπαλέτου, στη σχετική χρήση τού ραδιοφώνου, των φεστιβάλ και διαφόρων εκδόσεων. Λίγους μήνες μετά ο Θεοδωράκης ξαφνιάζει όταν παρουσιάζει οχτώ τραγούδια του, που μεταφέρουν σε λαικούς ρυθμούς την ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, Ο Επιτάφιος. Την πρώτη εκτέλεση αυτών των τραγουδιών επιμελήθηκε ο Μάνος Χατζηδάκις και τραγούδησε η Νάνα Μούσχουρη. Στη δεύτερη - όσο και στην τρίτη που ακολούθησε - με ερμηνεύτρια την Μαίρη Λίντα και το Βύρωνα Κολάση σολίστ στο βιολί - ο ίδιος ο Μίκης Θεοδωράκης χρησιμοποίησε το μπουζούκι τού Μανώλη Χιώτη και τον Γρηγόρη Μπιθικώτση στην ερμηνεία. Ήταν η εκτέλεση που προκάλεσε πολλές συζητήσεις με αφετηρία ακριβώς τη χρήση τού μπουζουκιού από έναν έντεχνο συνθέτη, όσο και το πέρασμα τής ποίησης μέσα από λαικούς ρυθμούς και την έκφραση ενός λαικού τραγουδιστή. Αυτός όμως ήταν και ο στόχος τού Θεοδωράκη. Η λιτότητα, μελωδική και ενορχηστρωτική, κυριαρχούν και ο λόγος τού Γιάννη Ρίτσου είναι ίσως το καταλληλότερο μέσο γι΄αυτό. Η φόρμα που ο ίδιος εισήγαγε ώς ‘‘κύκλο τραγουδιών’’ είναι ο κύριος άξονας δημιουργίας του. Σημειώνει σχετικά στο βιβλίο του Μουσική για τις μάζες: ‘‘Ο κύκλος τραγουδιών δεν αποτελεί ιδιαίτερη μουσική φόρμα. Ακολουθεί-πρέπει να ακολουθεί-πιστά το ποιητικό κείμενο, το οποίο όμως καθορίζεται από μια ενιαία κεντρική ιδέα. Οπωσδήποτε θα πρέπει να υπάρχει στον κύκλο, ώς ένα μίνιμουμ στοιχείο ενότητας, ένα ενιαίο μουσικό κλίμα το οποίο νομίζω ότι αυτό καθ΄αυτό αποτελεί τη βάση για τη συγκρότηση ενός καλλιτεχνικού έργου που να στέκει σε μια βαθμίδα τουλάχιστον πιο ψηλά από την πρωτογενή μορφή τέχνης που είναι το τραγούδι’’. Η συνεχής προσπάθεια τού Θεοδωράκη να προσεγγίσει το ευρύ μουσικό κοινό οδηγεί κάποια στιγμή και στο θεσμό τής ‘‘λαικής συναυλίας’’, κατά τη διάρκεια τών οποίων λαικές φωνές συνδυάζονταν με έντεχνα ποιητικά κείμενα. Κάνοντας μία γενική αποτίμηση της ‘‘μουσικής κίνησης Θεοδωράκη’’ στα πρώτα χρόνια τής δεκαετίας τού 1960, παρατηρούμε, ότι παρ΄όλη τη γενική έλλειψη μουσικής παιδείας στα ευρύτερα λαικά στρώματα και την αντίδραση που αντιμετώπισε από τους κρατούντες, λόγω της έντονης πολιτικής χροιάς της, κατάφερε να γίνει μοχλός συνείδησης τού Έλληνα. Εξάλλου, η μουσική για τις ταινίες τού Μιχάλη Κακογιάννη Ηλέκτρα (1963) και Ζορμπάς (1964), μ΄ ευδιάκριτα στοιχεία από την ελληνική μουσική παράδοση, συνετέλεσαν στην ταύτιση τού Θεοδωράκη με το ελληνικό πνεύμα σε διεθνές πλέον επίπεδο. Στα τέλη τού 1964 παρουσιάζει ένα πιο σύνθετο έργο βασισμένο στην ποιητική συλλογή τού Οδυσσέα Ελύτη " Άξιον Εστί". Στοιχεία δημιουργίας του η αφήγηση, ο ύμνος, το χορικό και το λαικό τραγούδι ενώ τις ενορχηστρωτικές ανάγκες τού έργου καλύπτουν μία κλασική και μια λαική ορχήστρα. Αξιοποιώντας, λοιπόν, στοιχεία από την ελληνική μουσική παράδοση -δημοτικό, βυζαντινό, λαικό-αλλά και στοιχεία από τη δυτική μουσική τεχνοτροπία, ο Θεοδωράκης διαμορφώνει ένα ηχητικό πρότυπο που ξεπερνά τα όρια τού ‘‘κύκλου’’ ως φόρμα, ως περιεχόμενο, ως διάρκεια, ως πλήθος και πολυμορφία οργάνων και φωνών. Το Άξιον Εστί, αποκορύφωμα τής δημιουργίας τού συνθέτη, γνώρισε μεγάλη απήχηση από τη στιγμή τής δημιουργίας του ακόμη ενώ ακολούθησαν τα έργα: Μάουτχάουζεν (1965), Ρωμιοσύνη (1966) και Θαλασσινά φεγγάρια (1966). Το πραξικόπημα του 67 συντάσσει μία νέα προσωπική σελίδα στη ζωή του Θεοδωράκη. Ο ίδιος συλλαμβάνεται στις 16 Αυγούστου τού 1967 και είναι αυτήν την εποχή που γράφει το Ο ήλιος και ο χρόνος ενώ το 1968 γράφει τα Επιφάνεια-Αβέρωφ ενώ μελοποιεί το Μυθιστόρημα του Γιώργου Σεφέρη και δώδεκα τραγούδια σε στίχους Μάνου Ελευθερίου που παίρνουν τον τίτλο Τα λαικά. Από τον Μάρτιο ώς τον Μάιο τού 1968 συνθέτει το έργο Κατάσταση πολιορκίας, σε ποίηση τής Ρένας Χατζηδάκι, στηριζόμενος σε μία νέα φόρμα τραγουδιού, που ονομάζει ‘‘τραγούδι-ποταμός’’: Η μελωδική γραμμή δεν ανακυκλώνεται, αλλά αναπαράγεται καθώς μεταφέρει την ατμόσφαιρα τού ποιητικού κειμένου. Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς γράφει επίσης τα Τραγούδια τού Αντρέα και τη Νύχτα Θανάτου φωτίζοντας μ΄αυτόν τον τρόπο την αγωνία και την αγάπη τού ανθρώπου για την ελευθερία. Η απομόνωση του στη Ζάτουνα τής Αρκαδίας συνδέεται με το έργο Αρκαδίες, ενώ γράφει συνεχώς σκόρπια τραγούδια που έχουν σχέση με τις συγκεκριμένες συνθήκες ζωής, την πολιτική αμφισβήτηση και τη ζωή στην παρανομία. Το 1969 συνθέτει το Πνευματικό Εμβατήριο σε ποίηση τού Άγγελου Σικελιανού, το οποίο παρουσιάζεται σε συναυλία στο Λονδίνο, μετά τη φυγή του από την Ελλάδα (1970). Ο στίχος ‘‘Ελάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από την Ελλάδα’’, από το ίδιο ποίημα, έμελλε να γίνει το σύνθημα του Πατριωτικού Μετώπου. Αυτήν την περίοδο ο Θεοδωράκης προτάσσει το ιδεολογικό του παρόν ενώ οι αισθητικές του αναζητήσεις συλλειτουργούν προς όφελος ενός μόνο στόχου: την υπεράσπιση της ανθρώπινης ελευθερίας. Η μεταλαμπάδευση αυτού του μηνύματος συνεχίζεται με αμέτρητες συναυλίες τη δεκαετία τού 70 όταν ο συνθέτης φεύγει για το Παρίσι. Είναι αυτήν την περίοδο που μελοποιούνται τα 18 λιανοτράγουδα τής πικρής πατρίδας τού Γιάννη Ρίτσου (1972) καθώς και το ποίημα του Πάμπλο Νερούδα Canto General. Την περίοδο της μεταπολίτευσης (1974-1987) η μουσική του Θεοδωράκη ταυτίζεται με την έννοια της πολιτικής διαμαρτυρίας και αναγνωρίζεται για το αγωνιστικό της περιεχόμενο εναντίον κάθε δυνάστη. Επανακυκλοφορούν όλα τα προδικτατορικά του έργα, αλλά ταυτόχρονα όσα έγραψε και ηχογράφησε στο εξωτερικό τα εφτά προηγούμενα χρόνια. Το 1974 κυκλοφορεί μια σειρά λαικών τραγουδιών του, γραμμένων έναν χρόνο πριν στον Καναδά, με γενικό τίτλο Στην Ανατολή, καθώς και τα τραγούδια που γράφει ο συνθέτης για την παράσταση του έργου του Γιώργου Ρούσσου Μαντώ Μαυρογένους. Το 1975 κυκλοφορούν οι Μπαλλάντες, μια σειρά τραγουδιών του που βασίζονται στην ποίηση τού Μανώλη Αναγνωστάκη. Πρόκειται ίσως για το πιο αντιπροσωπευτικό έργο περιόδου τού Θεοδωράκη μετά την-αναγκαία-επική χροιά που πήρε η γραφή του τα προηγούμενα χρόνια. Ένα καθαρά ποιητικό κείμενο, μια ορχήστρα στην οποία συμμετέχουν ισάξια λαικά και κλασικά όργανα, μια συνολικά λυρική ατμόσφαιρα, παρά τις πικρές αναφορές της. Η πολιτική και μουσική παρουσία τού Θεοδωράκη συνεχίζει να σφραγίζει την ελληνική πραγματικότητα και μετά την περίοδο τής μεταπολίτευσης. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η εκ νέου στροφή του, την περίοδο μετά το 1980, στη συμφωνική μουσική, συνθέτοντας νέα έργα ή ανασυνθέτοντας παλιότερα, παρουσιάζει τη Δεύτερη (1980), Τρίτη (1983) και Έβδομη (1987) συμφωνία του, στηριζόμενος σε κείμενα τού Δ. Σολωμού, Γ. Ρίτσου και Γ. Κουλούκη. Ακόμη, δύο λειτουργίες του, εκείνη του Ιωάννη του Χρυσοστόμου (1983) και η δεύτερη ‘‘για τα παιδιά που σκοτώνονται στον πόλεμο’’ σε στίχους του Τάσου Λειβαδίτη (από τα Λυρικά) και δικούς του (1987), όπως και τα Κατά Σαδουκαίων Πάθη, βασισμένα σε ποίηση τού Μιχάλη Κατσαρού. Η πρώτη όπερα του συνθέτη "Κώστας Καρυωτάκης", ανεβαίνει το Δεκέμβριο τού 2000 στη Λυρική Σκηνή επιβεβαιώνοντας για ακόμη μία φορά την αέναη πορεία αναζήτησης τού Θεοδωράκη στο χώρο τής μουσικής και τού πνεύματος.